διλοχίας

διλοχίας
διλοχίᾱς , διλοχία
double company
fem acc pl
διλοχίᾱς , διλοχία
double company
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διλοχίτης — ο (Α διλοχίτης) [διλοχία] νεοελλ. στρατιώτης που ανήκει σε διλοχία αρχ. αρχηγός διλοχίας …   Dictionary of Greek

  • σπειράρχης — ὁ, Α ο επικεφαλής σπείρας, ρωμαϊκής διλοχίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπεῖρα «στρατιωτική μονάδα τού ρωμαϊκού κράτους» + άρχης*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”